πλάτυνση

πλάτυνση
(Αστρον.). Προκειμένου για ένα σώμα που περιστρέφεται, όπως είναι η περίπτωση των ουράνιων σωμάτων, η π. εκφράζει την υφιστάμενη σχέση μεταξύ της πολικής και της ισημερινής ακτίνας και εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της φυγόκεντρης δύναμης και της βαρύτητας στον Ισημερινό. Συνηθέστερα η π. δίνεται από κλάσμα το οποίο εκφράζει κατά πόσον το μήκος της πολικής ακτίνας είναι βραχύτερο σε σχέση με το μήκος της ισημερινής ακτίνας. Στα σώματα του ηλιακού συστήματος η π. δημιουργήθηκε ως συνέπεια της ρευστής ή ημίρρευστης κατάστασης στην οποία βρίσκονταν αυτά σε περασμένη εποχή ή βρίσκονται ακόμα και σήμερα, και η οποία προκάλεσε μια μεγαλύτερη απομάκρυνση από το κέντρο των ισημερινών μαζών λόγω της ταχύτερης κίνησής τους. Οι τιμές της π. του Ήλιου, του Ερμή και της Αφροδίτης είναι ελάχιστα αισθητές, των άλλων όμως πλανητών οι τιμές είναι οι εξής: Γη 1/297, Άρης 1/190, Ζεύς και Ουρανός 1/15, Κρόνος 1/10. Για τον Ποσειδώνα και τον Πλούτωνα οι τιμές της π. παραμένουν απροσδιόριστες.
* * *
η / πλάτυνσις, -ύνσεως, ΝΑ [πλατύνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλατύνω, διεύρυνση, πλάτεμα
νεοελλ.
αστρον. το πηλίκον τής διαφοράς τής πολικής από την ισημερινή ακτίνα ενός πλανήτη διά τής ισημερινής ακτίνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλάτυνση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του πλατύνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • πλακουτσωτός — και πλατσουκωτός, ή, ό, Ν [πλακουτσώνω] 1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος 2. ο κάπως πλατύς …   Dictionary of Greek

  • πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”